δύσφαμος

δύσφαμος
δύσφᾱμος
1 of ill fame

θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δύσφημος — η, ο (AM δύσφημος, ον Α δωρ. και δύσφαμος, ον) υβριστικός, κακολόγος μσν. βλάσφημος αρχ. 1. δυσοίωνος, απαίσιος 2. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”