- δύσφαμος
- δύσφᾱμος1 of ill fame
θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δύσφημος — η, ο (AM δύσφημος, ον Α δωρ. και δύσφαμος, ον) υβριστικός, κακολόγος μσν. βλάσφημος αρχ. 1. δυσοίωνος, απαίσιος 2. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα … Dictionary of Greek